- κατάπεψις
- κατάπεψις, ἡ (Α)χώνευση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα-πεψ- τού κατα-πέττω «χωνεύω» (πρβλ. αόρ. κατ-έ-πεψ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράπεψις — ἡ, Α η τέλεια πέψη, η χώνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. παρ(α) * + πέψις (< πέττω «χωνεύω»), πρβλ. κατάπεψις] … Dictionary of Greek